χιλωτῆρα — χιλωτήρ nose bag for cattle masc acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
χιλωτήρας — ο / χιλωτήρ, ῆρος, ΝΜΑ σάκος με την τροφή τών υποζυγίων, ο οποίος κρεμιέται από τον λαιμό τους. [ΕΤΥΜΟΛ. < χιλῶ + κατάλ. τήρ*] … Dictionary of Greek